- τόσων
- τόσοςso greatfem gen plτόσοςso greatmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
γραμμομόριο — Ποσότητα μορίων ενός στοιχείου ή χημικής ένωσης ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C) που περιέχονται σε 0,0120 κιλά του ισοτόπου αυτού. Η ποσότητα αυτή ισούται με 6,023x1023 μόρια (αριθμός Αβογκάντρο) και ονομάζεται πιο σωστά … Dictionary of Greek
γραμμοϊσοδύναμο — (g eq).Ποσότητα ύλης εκφρασμένης σε γρ. που αντιστοιχεί στο χημικό ισοδύναμο ενός στοιχείου ή ενός ιόντος. Για παράδειγμα, το γ. του δισθενούς ιόντος του χαλκού είναι: 63,5:2 = 31,75 γρ. Στην περίπτωση των μονοσθενών ιόντων, το 1 γ., θα είναι ίσο … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
θορυβή — θορυβή, ἡ (Μ) βοή πλήθους, αναταραχή («τὶς ἡ τοσαύτη θορυβή τῶν τόσων τῶν ἀνθρώπων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος, με αλλαγή γένους αναλογικά προς σημασιολογικώς συγγενείς τύπους (πιθ. βοή)] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek